πολυφαρμακία

πολυφαρμακία
η, Ν
1. ιατρ. ταυτόχρονη χρήση πολλών φαρμάκων στον ίδιο άρρωστο για θεραπευτικούς σκοπούς, αγωγή καταδικαστέα, από την άποψη ότι δεν επιτρέπει στον γιατρό την αναγνώριση τού ωφελούντος φαρμάκου, ενώ πολλαπλασιάζει τις παρενέργειες και δυσκολεύει την αντιμετώπισή τους
2. η ύπαρξη στην αγορά πολλών φαρμακευτικών παρασκευασμάτων με παρεμφερή σύσταση και παρεμφερείς ιδιότητες αλλά με διαφορετική ονομασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polypharmacie (< πολυφάρμακος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • Χάνεμαν, Σάμουελ — (Hahneman, 1755 – 1843). Γερμανός γιατρός, ιδρυτής της ομοιοπαθητικής μεθόδου. Το 1777 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής στο Ερλάγγεν και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη όπου άσκησε το επάγγελμά του. Πολύ επιμελής και βαθύς μελετητής των τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”