- πολυφαρμακία
- η, Ν1. ιατρ. ταυτόχρονη χρήση πολλών φαρμάκων στον ίδιο άρρωστο για θεραπευτικούς σκοπούς, αγωγή καταδικαστέα, από την άποψη ότι δεν επιτρέπει στον γιατρό την αναγνώριση τού ωφελούντος φαρμάκου, ενώ πολλαπλασιάζει τις παρενέργειες και δυσκολεύει την αντιμετώπισή τους2. η ύπαρξη στην αγορά πολλών φαρμακευτικών παρασκευασμάτων με παρεμφερή σύσταση και παρεμφερείς ιδιότητες αλλά με διαφορετική ονομασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polypharmacie (< πολυφάρμακος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.